- βακτηριοσίνες
- Ομάδα ενώσεων που προέρχονται από βακτηριακά κύτταρα και έχουν ισχυρή βακτηριοκτόνο δραστηριότητα. Εντοπίστηκαν και μελετήθηκαν για πρώτη φορά σε μικροοργανισμούς του εντέρου, αλλά πολλά βακτήρια, είτε θετικά είτε αρνητικά, μπορούν να τις παράγουν. Οι β. έχουν ειδικές ονομασίες, ανάλογα με τους οργανισμούς από τους οποίους παράγονται. Έτσι, αυτές που παράγονται από την escherichia coli λέγονται κολισινές, αυτές από την pseudomonas pyocyanea πυοσίνες και αυτές από τον βάκιλο μεγαθήριο μεγασίνες. Όλες οι β. είναι πρωτεΐνες, αλλά μερικές συνδέονται και με το πολυσακχαριτικό τοίχωμα του κυττάρου που τις παρήγαγε και σχηματίζουν κάποιο σύμπλοκο, που μπορεί να χωριστεί μόνο με πολύ δραστικές μεθόδους.
Dictionary of Greek. 2013.